χονδρός

χονδρός
χονδρός, ά, όν,
A granular, coarse,

ἄλευρα χονδρότερα Hp.Mul.2.193

;

ἄλφιτον ἀραιὸν καὶ χονδρόν Arist.Pr.927b35

: mostly of coarse salt,

ἅλες οὐ χονδροί, ἀλλὰ χαῦνοι καὶ λεπτοὶ ὥσπερ χιών Id.Mete.359a32

;

χἄλα λήψεται χονδρόν Phoen.2.5

; χονδροὺς ἅλας (cod.Rav. χονδρὰς ἅλας) is prob. in Ar.Ach.521 (v.l. χόνδρους ἁλός) χονδρός Adj., χόνδρος Subst. are distd. by Hdn.Gr.1.203, 2.716; [comp] Comp. and [comp] Sup. -ότερος, -ότατος, Choerob. in Theod.2.76H.
II later, generally, coarse,

τρίχες Ps.-Callisth.2.33

; οὐηλάρια μικρὰ χοντρὰ (sic)

δύο Sammelb.7033.39

(v A. D.); χονδρός, = grossus, Gloss. (
χόνδρος and χονδρός dissim. fr. Χρονδ-ρο-, cogn. with Engl. grind.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χονδρός — granular masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόνδρος — granule masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χόνδρος — ο ζωικός ιστός τραχύς και ελαστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χονδρά — χονδρός granular neut nom/voc/acc pl χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc/acc dual χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρῶν — χονδρός granular fem gen pl χονδρός granular masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρόν — χονδρός granular masc acc sg χονδρός granular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδραί — χονδρός granular fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδροῖς — χονδρός granular masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδροί — χονδρός granular masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”